- εὐπαράλλακτος
- εὐπαράλλακτος, ον,A subject to change, unstable,
κάλλος εὐ. κτῆμα Secund.Sent.14
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάλλος εὐ. κτῆμα Secund.Sent.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπαράλλακτος — εὐπαράλλακτος, ον (Α) [παραλλάσσω] 1. ευμετάβλητος 2. ασταθής, επισφαλής … Dictionary of Greek